- ἐπασμενίζω
- ἐπί-ἀσμενίζωtakepres subj act 1st sgἐπί-ἀσμενίζωtakepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επασμενίζω — ἐπασμενίζω (Μ) μού αρέσει κάτι, ευχαριστιέμαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασμενίζω «δέχομαι κάτι ευχάριστα»] … Dictionary of Greek